- εκπεψις
- ἔκπεψιςἔκ-πεψις-εως ἥ созревание
ταχεῖαν ἔκπεψιν ἔχειν Arst. — быстро достигать зрелости
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ταχεῖαν ἔκπεψιν ἔχειν Arst. — быстро достигать зрелости
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έκπεψις — ἔκπεψις, η (Α) 1. τέλεια ωρίμανση 2. ψήσιμο … Dictionary of Greek
ἔκπεψις — cooking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπεψιν — ἔκπεψις cooking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέψεως — ἐκπέψεω̆ς , ἔκπεψις cooking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπέψῃ — ἐκπέψηι , ἔκπεψις cooking fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)